- κονιορτός
- ο (ΑM κονιορτός)σκόνη, σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτός («ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», Πλούτ.)νεοελλ.1. (μετεωρ.-γεωλ.) το σύνολο τών τεμαχιδίων τής σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα κυρίως στρώματα τής γήινης ατμόσφαιρας2. ιατρ. σύνολο πολύ λεπτών σωματιδίων που αποσπώνται από διάφορα υλικά και που όταν εισπνέονται ή επικάθηνται στο δέρμα προκαλούν διάφορες νόσουςμσν.ρίνισμα, τρίμμαμσν.-αρχ.τέφρα, στάχτη («τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰσελθὼν κατενέπρησε,... πάντα κονιορτὸν ἀπετέλεσε», Μηναί.)αρχ.1. σωρός από ακάθαρτα πράγματα, σκουπίδια2. ρυπαρός, ακάθαρτος, βρόμικος («τὸν μιαρὸν καὶ λίαν εύχερῆ, τὸν κονιορτὸν Εὐκτήμονα», Δημοσθ.)3. η γύρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + *ορτός (< θ. ορ- τού ὄρνυμι «εγείρω» + επίθημα -τός)].
Dictionary of Greek. 2013.